- συνέχεια
- η, ΝΜΑ [συνεχής](για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθίανεοελλ.1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο»)2. σημείο στίξης [-] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη ολοκληρωμένης λέξης για να δηλωθεί ότι οι υπόλοιπες συλλαβές της γράφονται στην επόμενη γραμμή3. ιατρ. σύμφυση4. φρ. α) «εν συνεχεία»(με χρον. σημ.) στην ακόλουθη φάσηβ) «νόμος τής συνέχειας»φυσ. νόμος που αφορά τη ροή ενός ιδανικού ρευστού και σύμφωνα με τον οποίο η παροχή μιας φλέβας ρευστού είναι σε όλα τα σημεία της ίδια, ανεξάρτητα από την ταχύτητα ροήςγ) «πρόσθια [ή οπίσθια] συνέχεια»ιατρ. σύμφυση τής ίριδας τού οφθαλμού με τον κερατοειδή [ή τον κρυσταλλοειδή] φακόδ) «ενδορρινική συνέχεια»ιατρ. σύμφυση μεταξύ μιας ρινικής κόγχης και τού ρινικού διαφράγματοςε) «ενδομητρική συνέχεια»ιατρ. σύμφυση πρόσθιου και οπίσθιου τοιχώματος τής μήτρας, ύστερα π.χ. από φυματίωση τού ενδομητρίου ή από μια απόξεσηαρχ.1. η συνοχή τής ύλης2. (για ρευστά) πυκνότητα3. (για στρατιωτικούς σχηματισμούς) αδιάσπαστη παράταξη4. (για αρίθμηση) διαδοχική σειρά5. στενή σχέση, συνάφεια6. (για λόγο) α) στενή σύνδεση ή ακολουθία τών λέξεων μέσα στην πρότασηβ) νοηματική αλληλουχία7. χρονική διάρκεια8. σχέση αιτίου και αιτιατού9. συνεχής φροντίδα, επίμονη προσπάθεια10. εξάσκηση11. εκκλ. ο σύνδεσμος μεταξύ τού ανθρώπου και τού Χριστού.
Dictionary of Greek. 2013.